-
1 ευλογημένος
ευλογημένος, -η, -οблагословенный, благодатный:ευλογημένο το όνομα τού Κυρίου! Благословенно имя Господне!
«Ευλογημένη η βασιλεία...» — «Благословенно царство…» – возглас священника, с которого начинается Божественная Литургия
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ευλογημένος
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek